- νεόθρεπτος
- νεό-θρεπτος, ον,A newly grown, A.R.3.1400, prob. in Diotog. ap. Stob.4.1.96.II fresh-curdled, of cheese, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεόθρεπτος — νεόθρεπτος, ον (Α) 1. αυτός που αναπτύχθηκε πρόσφατα 2. (κατά τον Ησύχ.) (για τυρί) «ὁ νεωστὶ πηχθείς». [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θρεπτος (< θρέφω), πρβλ. πολύ θρεπτος] … Dictionary of Greek
νεόθρεπτον — νεόθρεπτος newly grown masc/fem acc sg νεόθρεπτος newly grown neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόθρεπτα — νεόθρεπτος newly grown neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek